- χλωμός
- -ή, -ό, Ν(παλ. γρφ.) βλ. χλομός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλομός — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ριζού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται … Dictionary of Greek
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek
αχνός — (I) ο 1. το πολύ ψιλό αλεύρι 2. το πολύ λεπτό λινό 3. η γύρη των λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άχνη, με επίδραση του αχνός (II) «ατμός»]. (II) ο 1. ατμός από φαγητό ή υγρό που βράζει 2. άχνα, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνός (II) προήλθε από το αρχ … Dictionary of Greek
κάτασπρος — και κατάσπρος, η, ο 1. κατάλευκος, ολόλευκος («κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο», Σολωμ.) 2. (για πρόσ.) πολύ χλωμός … Dictionary of Greek
υπόχλωρος — ον, Α κάπως χλωμός, κιτρινοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χλωρός «κιτρινοπράσινος»] … Dictionary of Greek
χλομάδα — και παλ. γρφ. χλωμάδα, η, Ν η ιδιότητα τού χλομού, ωχρότητα, κιτρινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλομός / χλωμός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ άδα)] … Dictionary of Greek
χλομαίνω — και παλ. γρφ. χλωμαίνω και χλομιαίνω και παλ. γρφ. χλωμιαίνω Ν [χλομός/χλωμός] χλομιάζω … Dictionary of Greek
χλομιάζω — και παλ. γρφ. χλωμιάζω Ν [χλομός /χλωμός] 1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου, ωχριώ («χλόμιασε από τον φόβο του») 2. (για φυτό) μαραίνομαι, κιτρινίζω 3. μτφ. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω … Dictionary of Greek
χλομοχόρταρο — και χλωμοχόρταρο, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού ελελίσφασκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλομός / χλωμός + χορτάρι] … Dictionary of Greek